Θεόδωρος Βρυζάκης, Η έξοδος του Μεσολογγίου, 1853, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β'

6 [...]

Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμησση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από το πολεμικόν αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, η οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του. 

Μακριά απ 'οπ' ήτα, αντίστροφος κι ακίνητος εστήθη ·

Μόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ' αρματωμένα στήθη ·

<<Εκεί ‘ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·

Με τ' άρματ' όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.

Φωνή ‘πε: - Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·

Στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος ·

Παλικαρά και μορφονιέ, γεια σου, Καλέ, χαρά σου!

Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ' όνομά σου.-

Τούτος, αχ! που 'ν' ο δοξαστός κι η θεϊκιά θωριά του,·

Η αγκάλη μ' έτρεμ' ανοιχτή κατά τα γόνατά του. 

Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου

Η κορασιά τρεμάμενη....................

Χαρά της έσβηε τη φωνή που 'ν' τώρα αποσβησμένη·

Άμε, χρυσ' όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.

Εδώ 'ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,

Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι εγ' όλη την πνοή μου·

Τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας, 

..............................................................................

Γκόλφι να τα ' χω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα

Που μ' έκραξαν μ' απαντοχή, φίλο, αδερφό, πατέρα·

Δρομ' αστραφτά να σχίσω τους σ'εχθρούς καλά θρεμμένους 

Σ' εχθρούς πολλούς, πολλ' άξιους, πολλά φαρμακωμένους·

Να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·

Η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι>>.

<<Θύρες ανοιξτ' ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα>>.