Για την αξία της Θεατρικής Αγωγής στο σχολείο
Όπως κάθε δραστηριότητα καλλιτεχνικής και αισθητικής φύσεως, έτσι και το μάθημα της Θεατρικής Αγωγής συμβάλλει στη διαμόρφωση της σφαιρικής και ολοκληρωμένης παιδικής προσωπικότητας και στην καλλιέργεια δεξιοτήτων, τις οποίες το τυπικό ωρολόγιο πρόγραμμα αδυνατεί να υποστηρίξει. Το θεατρικό παιχνίδι συνιστά μια διαδραστική, μη αυστηρά θεωρητική μέθοδο μάθησης, που θέτει το μαθητή στο επίκεντρο (μαθητοκεντρικό σύστημα διδασκαλίας). Το θεατρικό παιχνίδι, κατ’ αντιστοιχία με το θέατρο, το Δράμα, είναι πρώτα -και πάνω απ’ όλα- ‘‘Πράξη’’· ‘‘Πράξη’’ τόσο καλλιτεχνική όσο και παιδαγωγική, που έχει ως στόχο αφενός την ανάπτυξη του πνεύματος και αφετέρου την εκφραστική διαχείριση του σώματος.
Το μάθημα της θεατρικής αγωγής λειτουργεί ευεργετικά σε πολλαπλά επίπεδα. Σε πνευματικό- νοητικό επίπεδο (Λόγος) επιτυγχάνεται η ενεργοποίηση της φαντασίας δια της διαλογικής και μυθοπλαστικής διαδικασίας. Η γνωριμία με τα θεατρικά έργα και τους συγγραφείς τους βοηθά στη διαμόρφωση μιας αγαπητικής σχέσης του παιδιού τόσο με τα λογοτεχνικά κείμενα όσο και με την πλούσια σε λεξιλόγιο και σημασίες, γλώσσα τους. Η εν λόγω σχέση ωθεί στην προϊούσα καλλιέργεια του αισθητικού κριτηρίου, στην ευαισθητοποίηση σε σχέση με την Τέχνη και, μελλοντικά, στην υιοθέτηση μιας ερμηνευτικής στάσης ως προς αυτήν. Το θέατρο ως συλλογική δραστηριότητα, καλλιεργεί το ομαδικό και συνεργατικό πνεύμα, ενισχύει την κοινωνικοποίηση του παιδιού, την ψυχολογική του ανάταση, ενώ τονώνει την εμπιστοσύνη, τόσο στον εαυτό όσο και στον συμπαίκτη. Ταυτοχρόνως, οξύνει την αντιληπτική και κριτική του ικανότητα, την αντίδραση στα εξωτερικά ερεθίσματα και την επακόλουθη εσωτερική, ψυχονοητική επεξεργασία τους. Το παιδί μαθαίνει να παρατηρεί και να εξασκεί τη συγκέντρωση και την προσοχή του, να πειθαρχεί, αλλά και να δρα ελεύθερα διά της ανάληψης πρωτοβουλιών. Το θεατρικό παιχνίδι συνιστά αναπόσπαστο μέρος του εκπαιδευτικού επικοινωνιακού πολιτισμού, που ενισχύει την ενσυναίσθηση (μέσω μιας πρακτικής αλλεπάλληλης αποστασιοποίησης και εγγύτητας), καθώς το παιδί διδάσκεται πώς να θεάται την πραγματικότητα από μια διαφορετική θέση, από τη θέση ενός Άλλου, μιας διαφορετικής υποκειμενικότητας, η οποία αποτελεί κι αυτή μέρος της πολυφωνικής, όπως έχει ιδιαιτέρως σήμερα διαμορφωθεί, ανθρώπινης κοινότητας.
Σε ό, τι αφορά τον κινησιολογικό τομέα, η θεατρική μέθοδος περιλαμβάνει μία μεγάλη γκάμα ασκήσεων και παιχνιδιών: ασκήσεις σώματος και κίνησης, παιχνίδια φαντασίας, παντομίμα, αυτοσχεδιασμό, δραματοποίηση, θεατρικό αναλόγιο, σκετς κ.α. Μέσω αυτών τα παιδιά γνωρίζουν το σώμα τους, μαθαίνουν να κινούνται, να δρουν και να αξιοποιούν τον περιβάλλοντα χώρο συνειδητοποιώντας τη θέση τους μέσα σε αυτόν. Η απαγγελία και γενικότερα η εκφορά λόγου τα ωθεί στην απόκτηση σωστής άρθρωσης και ορθοφωνίας, στην κατάκτηση της εκφραστικής αυτοπεποίθησης και της παρρησίας. Ο -υπό συγκεκριμένο ρυθμό- συντονισμός των κινήσεων με τον εκφερόμενο λόγο, στο ευρύτερο πλαίσιο του ομαδικού, αρμονικού συντονισμού, αναπτύσσει τις συνδυαστικές δεξιότητες νου και σώματος. Η εξοικείωση με τις τεχνικές του δράματος και της θεατρικής πράξης οδηγεί ενίοτε στη δημιουργία ενός νέου καλλιτεχνικού προϊόντος, δηλαδή σε ανάπτυξη μορφών θεατρικών δρωμένων και παραστάσεων στο πλαίσιο των πολιτιστικών δραστηριοτήτων του σχολείου.
Το θεατρικό παιχνίδι και εν γένει το θέατρο συμβάλλουν σημαντικά στην άσκηση, τη διαπαιδαγώγηση, την εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού και στην ικανότητά του να δημιουργεί σαν μονάδα αλλά και σαν σύνολο. Βοηθούν το παιδί να εκφραστεί και να εξωτερικεύσει τον -συχνά λανθάνοντα- πλούσιο εσωτερικό του κόσμο. Μα πάνω απ’ όλα, το θεατρικό παιχνίδι είναι διασκέδαση, ψυχαγωγία και δημιουργία.